- μυροποιΐα
- η парфюмерное производство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυροποιία — η [μυροποιός] 1. η τέχνη παρασκευής μύρων, η τέχνη τού μυροποιού, αρωματοποιία 2. εργοστάσιο, βιομηχανία παρασκευής αρωμάτων … Dictionary of Greek